γοητεία, η, ουσ. [<αρχ. γοητεία <γοητεύω], η ιδιότητα του γόη ή της γόησσας, και γενικά η σαγηνευτική δύναμη που μπορεί να διαθέτει ο κάθε άνθρωπος: «έχει τέτοια γοητεία αυτή η γυναίκα, που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο»·
- πουλώ γοητεία, βλ. φρ. πουλώ γοητιλίκι, λ. γοητιλίκι.